- χειά
- και ιων. τ. χειή και επικ. τ. χέεια, ἡ, Α1. τρύπα, φωλιά ζώου και, κυρίως, φιδιού2. φρ. «ἥβαν οὐκ ἄπειρον καλῶν ἐδάμασεν ὑπὸ χειᾷ»μτφ. δεν έθαψε τη νιότη του (Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. χειά, τόσο με τη λ. χάος* (< θ. χαF-) μέσω ενός αμάρτυρου *χεFεσιά (πρβλ. τον τ. χέεια, από όπου, κατά την άποψη αυτή, με συναίρεση ο τ. χειά) όσο και με το λατ. fovea «βόθρος, όρυγμα», δεν θεωρούνται ιδιαίτερα πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.